- εὐκρότητος
- εὐκρότητος, ον,A well-hammered, well-wrought,
πρόχους S.Ant.430
;Δωρίς E.El.819
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόχους S.Ant.430
;Δωρίς E.El.819
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκρότητος — εὐκρότητος, ον (Α) (για μετάλλινο σκεύος ή για ξίφος) καλά σφυρηλατημένος, κατεργασμένος καλά, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος (α. «εὐκροτήτου πρόχου», Σοφ. β. «εὐκρότητον δορίδα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κροτητός «σφυρηλατημένος» (< κροτέω… … Dictionary of Greek
εὐκρότητον — εὐκρότητος well hammered masc/fem acc sg εὐκρότητος well hammered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκροτήτου — εὐκρότητος well hammered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)